- χειροδρόπος
- -ον, Ααυτός που κόβει, που μαζεύει σιτηρά ή όσπρια με τα χέρια του χωρίς δρεπάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -δροπος (< δρέπω), πρβλ. νεό-δροπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροδρόποι — χειροδρόπος plucking with the hands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)